κεραία

κεραία
I
(Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι όργανα αίσθησης, κυρίως όσφρησης και αφής, ίσως όμως και άλλων αισθήσεων που δεν έχουν ακόμα καθοριστεί σαφώς. Ανάλογα με το είδος ή, ορισμένες φορές, ανάλογα με το φύλο των ζώων, οι κ. έχουν διαφορετική μορφολογία και αποτελούν πολύ χρήσιμα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην ταξινόμηση αυτών των οργανισμών.
II
(Φυσ.). Σύνολο αγώγιμων στοιχείων κατάλληλα τοποθετημένων, τα οποία συνδέονται με ηλεκτρονικά μηχανήματα και είναι ικανά να εκπέμπουν ή να δέχονται ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Η λειτουργία της κ. συνίσταται στη δυνατότητά της να δέχεται από τον περιβάλλοντα χώρο και να διαβιβάζει στο συγκρότημα λήψης σήματα, που μεταδίδονται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα ή, αντίστροφα, όταν διεγείρεται από ένα μηχάνημα εκπομπής, να παράγει στον χώρο μία διάδοση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με τα απαραίτητα, για έναν ιδιαίτερο τύπο διαβιβάσεων, χαρακτηριστικά.
κ. εκπομπής. Αποτελείται σχηματικά από δύο σύρματα, μεταξύ των οποίων το συγκρότημα εκπομπής εγκαθιστά μια μεταβαλλόμενη διαφορά δυναμικού. Έτσι, στο διάστημα που περιβάλλει τα δύο σύρματα παράγεται μια διάδοση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Συχνά χρησιμοποιείται μόνο ένα σύρμα και η διαφορά δυναμικού εγκαθίσταται μεταξύ αυτού και της γης. Αν μεταβληθεί ο αριθμός και η διάταξη των συρμάτων, μπορούν να ληφθούν διαβιβάσεις με διάφορα μήκη κύματος και με διάφορα χαρακτηριστικά. Αν τοποθετηθεί παράλληλα προς την κ. εκπομπής ένα δίκτυο από μονωμένα αγώγιμα σύρματα, επιτυγχάνεται η ανάκλαση προς καθορισμένη κατεύθυνση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, τα οποία η κ. παράγει προς οποιαδήποτε διεύθυνση.
κ. λήψης. Όταν η κ. προσβάλλεται από το κύμα, τα ηλεκτρόνια που βρίσκονται στα αγώγιμα στοιχεία διεγείρονται από τη δράση του ηλεκτρικού και του μαγνητικού πεδίου. Έτσι παράγεται ένα ρεύμα, η ένταση του οποίου μεταβάλλεται ανάλογα με τις μεταβολές του πεδίου. Το ίδιο ρεύμα, όταν διατρέχει μια αντίσταση, προκαλεί πτώση τάσης, την οποία είναι σε θέση να ανιχνεύσει το μηχάνημα λήψης. Η διάταξη, το σχήμα και ο προσανατολισμός της κ. λήψης διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο και τις συνθήκες λήψης. Για παράδειγμα, το στοιχείο λήψης μιας κ. τηλεόρασης αποτελείται από δύο αγώγιμους σωλήνες, μονωμένους μεταξύ τους, συνολικού μήκους ίσου προς το μισό του μήκους κύματος· καθένα από τα δύο τμήματα συνδέεται με ανεξάρτητο σύρμα με τη συσκευή τηλεόρασης. Το σύνολο προσανατολίζεται με διεύθυνση κάθετη προς τη διεύθυνση εκπομπής του κύματος.
κ. κατευθυνόμενης λήψης. Όταν το ηλεκτρομαγνητικό κύμα προσβάλλει έναν μονωμένο αγωγό, τα ηλεκτρόνια του αγωγού, επειδή δεν υπάρχει αντίσταση, ταλαντεύονται ελεύθερα υπό τη δράση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Ένα σύνολο, όμως, ταλαντευόμενων φορτίων αποτελεί μια πηγή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και προκαλεί μια διάδοση κυμάτων σε διεύθυνση διαφορετική από την αρχική· το στοιχείο συμπεριφέρεται σαν μια πηγή. Αν γίνει εκμετάλλευση αυτής της ιδιότητας, μπορεί να μεταδοθεί στις κ. η ικανότητα κατευθυνόμενης λήψης. Τοποθετείται, δηλαδή, μια σειρά μονωμένων στοιχείων γύρω από το στοιχείο λήψης έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα είδος ανακλαστήρα κατάλληλου να συγκεντρώνει επί του στοιχείου λήψης μόνο τα κύματα που φτάνουν από μια ορισμένη διεύθυνση. Αν μεταβληθεί η διάταξη του ανακλαστήρα, μπορεί να υπάρξει κατεύθυνση προς τη διεύθυνση από την οποία προέρχεται το σήμα (στην αρχή αυτή βασίζονται το ραδιογωνιόμετρο και το ραντάρ).
Ένας άλλος τρόπος ταξινόμησης των κ. είναι ανάλογα με τη συχνότητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας η οποία κάθε φορά εξετάζεται.
Έτσι υπάρχουν κ. για υπερβραχέα κύματα στην περίπτωση κατά την οποία το μήκος κύματος δεν υπερβαίνει τα 10 μ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι διπολικές κ., οι οποίες διαχωρίζονται σε κ. απλών και κ. πολλαπλών διπόλων, οι κ. σχισμής, οι κ. χοάνης, οι ελικοειδείς κ., οι κ. χαμηλής ταχύτητας φάσεως, οι κ. διηλεκτρικής ράβδου, οι κ. τύπου φακού και, τέλος, οι κ. παραβολικού κατόπτρου.
Μια δεύτερη κατηγορία είναι οι κ. για βραχέα κύματα, στην περίπτωση κατά την οποία το μήκος κύματος κυμαίνεται από 10 έως 100 μ. Και σε αυτή την κατηγορία υπάρχουν κ. απλών και πολλαπλών διπόλων και επιπλέον κ. τύπου L, ρομβοειδείς κεραίες και κ. οδεύοντος κύματος.
Η επόμενη κατηγορία αφορά κ. για μεσαία και μακρά κύματα και την περίπτωση όπου το μήκος κύματος υπερβαίνει το 100 μ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι κ. τύπου T και L, οι κ. τύπου U, οι κ. ιστοί, οι κ. σχισμής σε χαμηλή στήριξη και οι κ. πλαίσια.
Τέλος, υπάρχει μια ειδική κατηγορία κ., τα ραδιογωνιόμετρα, τα οποία επιτρέπουν τον ακριβή εντοπισμό της προέλευσης μιας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.
Συγκρότημα κεραιών κατευθυνόμενης λήψης μιας εγκατάστασης ραντάρ σε ένα πολεμικό πλοίο.
Κεραία για τηλεοπτικές μεταδόσεις.
Κεραία παραβολικού κατόπτρου, η οποία χρησιμοποιείται για την επικοινωνία με διαστημικά σκάφη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (ΑΜ κεραία, Α ποιητ. τ. κεραίη)
1. καθετί που προεξέχει ως κέρας
2. γραμμ. σημείο που αποτελείται από ευθεία γραμμή και τίθεται πάνω από τα δίχρονα φωνήεντα για να δηλώσει τη μακρότητά τους (ῑ, ῡ, ᾱ)
νεοελλ.
1. μικρή οριζόντια γραμμή που τίθεται μεταξύ δύο αριθμών ως σημείο της μαθηματικής πράξης της αφαίρεσης ή χρησιμοποιείται για χωρισμό περιόδων ή παρενθετικών φράσεων και για εισαγωγή προσώπου που μιλά σε αφήγηση
2. (ραδιοηλ.) διάταξη που δέχεται και εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα
3. φρ. «μέχρι κεραίας» — χωρίς παραλείψεις ή περικοπές, ακριβέστατα, λεπτομερώς
νεοελλ.-αρχ.
1. ζωολ. ζεύγος κεφαλικών οργάνων τών κεραιωτών αρθροπόδων και ορισμένων δακτυλιοσκωλήκων σε σχήμα μαστιγίου, το οποίο φέρει έναν αριθμό αισθητήριων οργάνων, μηχανοδεκτών ή χημειοδεκτών
2. ναυτ. επιμήκης ξύλινη δοκός με κυκλική διατομή, παχύτερη στο μέσον και λεπτότερη στα άκρα, η οποία στερεώνεται οριζόντια στη μέση της πάνω στον ιστό του πλοίου («καθελόμενος τοὺς ἱστοὺς καὶ τὰς κεραίας», Πολ.)
μσν.
γραπτή επικοινωνία, γράμμα, μήνυμα
αρχ.
1. το κέρας
2. το δοκάρι τού γερανού που προεξέχει («ἑκατέρωθεν κεραιῶν δύο ἐπικεκλιμένων καὶ ὑπερτεινουσῶν», Θουκ.)
3. τα εξέχοντα μέρη τού αστραγάλου
4. κλαδί που χρησιμεύει ως πάσσαλος ή ως κιγκλίδα
5. σκέλος διαβήτη
6. κορυφή βουνού
7. λιμενοβραχίονας
8. (για στράτευμα) ή πτέρυγα, το κέρας
9. τόξο κατασκευασμένο από κέρας
10. στον πληθ. αἱ κεραῑαι
α) υποθετικές θηλοειδείς προεξοχές στη μήτρα
β) εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κατάλ. -ια (-ιος). Ως επίθ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, στον τ. της οργανικής πτώσεως kerajapi «κεραίαφι». Κατόπιν το θηλυκό ουσιαστικοποιήθηκε και η σημ. του εξελίχθηκε σε «προεξέχον άκρο, δοκός, ιστός» μέχρι τη σημερινή σημ. «κεραία λήψεως και εκπομπής» (αντένα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεραία — κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc/acc dual κεραίᾱ , κεραία horn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίᾳ — κεραίᾱͅ , κεραία horn fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραία — η 1. συγκρότημα αγωγών, με τους οποίους γίνεται η εκπομπή και η λήψη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Είναι κεραία ασύρματου τηλέγραφου. 2. καθεμιά από τις ευκίνητες εκφύσεις των αρθροπόδων, που επέχουν θέση κεράτων: Τα μπομπόλια έχουν δύο κεραίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεραία ή Κεραίαι — Αρχαία πόλη της Κρήτης, για τη θέση της οποίας δεν υπάρχει ομοφωνία. Σύμφωνα με μία άποψη βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο του νομού Χανίων, στο εσωτερικό του κόλπου του Κισσάμου …   Dictionary of Greek

  • δίπολη κεραία — Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • κεραίας — κεραίᾱς , κεραία horn fem acc pl κεραίᾱς , κεραία horn fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίαν — κεραίᾱν , κεραία horn fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραιῶν — κεραία horn fem gen pl κεραιῶν , κεραίζω ravage fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραῖαι — κεραία horn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραίαιν — κεραία horn fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”